ἐμακροτόνησαν

ἐμακροτόνησαν
μακροτονέω
lengthen the
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακροτονώ — (I) μακροτονῶ, έω (AM) [μακρότονος (I)] μσν. μτφ. περνώ μεγάλο χρονικό διάστημα αρχ. 1. κάνω μακρύ τον τόνο, δηλαδή το σχοινί, σε μια πολεμική μηχανή («μακροτονεῑ τὸ μῆκος τῶν τόνων», Φιλ.) 2. επιμένω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι περισσότερο («δι ἣν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”